κυβική

κυβική
κυβικός
cubic
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εδροκεντρωμένη κυβική δομή — Μορφή κρυσταλλικής δομής στην οποία τα άτομα του πλέγματος καταλαμβάνουν, εκτός από τις οκτώ κορυφές ενός κύβου, και τα κέντρα των έξι εδρών του. Η δομή του χλωριούχου νατρίου (NaCl) είναι ένα τυπικό παράδειγμα ε.κ.δ. Κάθε ιόν περιβάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • κυπρίτης — Ορυκτό του χαλκού (Cu2O). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και οι πιο διαδεδομένες μορφές κρυστάλλων του είναι ο κύβος και το oκτάεδρο. Ο κ. αποτελεί σημαντική πηγή χαλκού ενώ, όταν αναπτύσσει τέλειους κρυστάλλους, έχει αξία ως ημιπολύτιμος… …   Dictionary of Greek

  • ναύβιον — ναύβιον, τὸ, πληθ. και ναούτα, (Α) 1. κυβική μονάδα μέτρησης στην Αίγυπτο η οποίο είχε πλευρά ίση με δύο βασιλικούς πήχεις 2. φόρος ο οποίος καταβαλλόταν από τους γαιοκτήμονες προκειμένου να απαλλαγούν από ορισμένη υποχρέωση …   Dictionary of Greek

  • οροπτερικός — ή, ό φρ. «οροπτερική καμπύλη» μαθημ. καμπύλη στρεβλή που ανήκει στην οικογένεια τών αλγεβρικών καμπυλών τρίτου βαθμού («στρεβλή κυβική καμπύλη») …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”